κορακιάζω

κορακιάζω
[κοράκι]
1. γίνομαι όμοιος με κόρακα, μαυρίζω σαν τον κόρακα
2. βήχω με κορακόβηχα
3. (για αιγοπρόβατα) πάσχω από τη νόσο κοράκιο
4. διψώ υπερβολικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορακιάζω — κορακιάζω, κοράκιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κορακιάζω — κοράκιασα, κορακιασμένος 1. μαυρίζω όπως ο κόρακας. 2. βήχω τον κορακόβηχα. 3. διψώ πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοράκιο — το ασθένεια τών αιγοπροβάτων που προέρχεται από υπερβολική δίψα και αναγνωρίζεται από μια μελανή μεμβράνη κάτω από τη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποχωρητ. παρ. τού κορακιάζω (πρβλ. γέλ ιο < γελώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”